Χιόνα

Πληροφορίες

Περιγραφή

Φθινόπωρο 2012, βρίσκομαι με την μαμά και τα αδέρφια μου (5) στην Βυτίνα Αρκαδίας ακριβώς σε μια κλειστή στροφή όπου τα αυτοκίνητα τρέχουν σαν δαιμονισμένα. Η μαμά μου αδέσποτη ήδη δύο χρόνια είναι μαθημένη αλλά εμείς όχι. Μετακινείται εκτός δρόμου και όσο είμαστε μικρά την ακολουθούμε τυφλά. Αλλά μεγαλώνουμε και γρήγορα θέλουμε να δοκιμάσουμε να πάμε κι αλλού, να γνωρίσουμε τον κόσμο. Εγώ και μία από τις δύο αδελφές μου έχουμε μία σχετική ευαισθησία και φόβο προς τους δυνατούς ήχους των αυτοκινήτων που περνούν. Λίγες μέρες μετά καταλαβαίνω ότι αυτός ο φόβος μας έσωσε την ζωή. Τα αδέρφια μου πεθαίνουν, εκεί μπροστά μου. Μαζευόμαστε πιο μέσα και αρχίζουμε και πάλι να ακολουθούμε την μαμά όπου πηγαίνει.

Σε λίγες μέρες οι δρόμοι φωτίζονται πιο πολύ με πολλά λαμπάκια. Έρχεται αυτή η γιορτή των ανθρώπων που λέγεται Χριστούγεννα έμαθα αργότερα. Οι άνθρωποι περνούν δίπλα μας και δεν μας δίνουν σημασία. Μία κυρία μας βάζει ένα πλέγμα για να μη βγούμε στον δρόμο. Έρχεται και μας ταΐζει κάθε μέρα. Μετά περνάει και ένα παιδάκι με τους γονείς του. Συναντούν την κυρία (Μαρία την λένε) και μιλάνε. Οι γονείς και το παιδάκι μας παίρνουν και τις δύο, εμένα και την αδερφή μου. Η μαμά απορεί αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι. Και τί να κάνει άλλωστε; Μας βάζουν σε ένα από αυτά τα αυτοκίνητα όπου ταξιδεύουμε πολλή ώρα. Το παιδάκι λέει ότι εμένα θέλει να με κρατήσει και να με ονομάσει Χιόνα γιατί λέει είμαι τόσο βρόμικη που αν με πλύνουν θα γίνω κάτασπρη. Όλοι γελούν. Την αδερφή μου την Ίνα την πήρε μία άλλη οικογένεια, πολύ καλή αφού πρώτα έμεινε για λίγο στην φίλη Πέννυ και κοινωνικοποιήθηκε με άλλους σκύλους και την κόρη της. Εγώ είμαι ακόμα μαύρη κι έτσι θα μείνω όσο κι αν με πλένουν… Στα σχολεία τα παιδάκια ακούν το όνομά μου και νομίζουν κι αυτά ότι θα αντικρύσουν έναν άσπρο σκύλο. Αλλά συναντούν εμένα και η μαμά Χριστίνα λέει συχνά τι πλάκα που έχει αυτό και ότι κανείς δεν θέλει τους μαύρους σκύλους. Δεν καταλαβαίνω γιατί, και τελικά τα παιδάκια απορούν κι αυτά αφού με γνωρίσουν. Μία μέρα σε ένα ίδρυμα ένα μεγάλο παιδί μου έδωσε μία κλωτσιά, όλοι τρόμαξαν, η Χριστίνα δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Εγώ απλά γύρισα και το κοίταξα. Μετά γνωριστήκαμε και με χάιδεψε πολύ, κι εγώ του έγλειψα το χέρι.